- πλέοις
- πλέοςmasc/neut dat plπλέωsailpres opt act 2nd sgπλέωςfullmasc/neut dat pl (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Schwimmgürtel — Der Schwimmgürtel ist eine Schwimmhilfe, die aus Auftriebskörpern besteht, die mittels eines Gürtels um den Leib geschnallt werden. Inhaltsverzeichnis 1 Geschichte 2 Zitate 3 Literatur 4 Weblinks … Deutsch Wikipedia
πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από … Dictionary of Greek
ρίψ — ιπός, ἡ, Α 1. πλέγμα από λυγαριές, σχοίνα, καλάμια ή βούρλα, ψάθα («ῥιψὶ καταστεγάζουσι», Ηρόδ.) 2. παροιμ. «θεοῡ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις» αν θέλει ο θεός, μπορεί να ταξιδεύεις και πάνω σε ψάθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο… … Dictionary of Greek